- υδρονομέας
- [-εύς (-εως)] ο1) тот, кто распределяет воду; 2) водораспределительный клапан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρονομέας — ο, Ν 1. υπάλληλος τής υδρονομικής υπηρεσίας τής αγροφυλακής, ο οποίος επιτηρεί και ελέγχει την κανονική ροή τών αρδευτικών υδάτων και τη διανομή τους και έχει την προστασία τους, καθώς και τη διαφύλαξη τών σχετικών εγγειοβελτιωτικών έργων 2.… … Dictionary of Greek
υδρονομέας — ο 1. υπάλληλος της υδρονομικής υπηρεσίας, που ρυθμίζει τα σχετικά με τη διανομή του νερού, ο νεροκράτης. 2. δικλίδα που ρυθμίζει την ποσότητα της παροχής του νερού, υδροσύρτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυλακάρης — ο (θηλ. αυλακάρισσα, η) αυτός που φροντίζει το αρδευτικό αυλάκι, ο υδρονομέας … Dictionary of Greek
νεροκράτης — ο 1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή τού νερού, υδρονόμος, υδρονομέας 2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα 3. κοινή ονομασία τού φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κράτης (< κρατώ),… … Dictionary of Greek
νεροκρότης — ο 1. αυτός που κανονίζει την παροχή νερού, αλλ. υδρονομέας. 2. λάκκος που κρατά νερό. 3. είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)